-
1 ἐγ-κώμιος
ἐγ-κώμιος, 1) (κώμη) im Dorfe, einheimisch, Hes. O. 342. – 2) (κῶμος) zu einem bacchischen Festaufzuge od. zu einem κῶμος ἐπινίκιος gehörig, einem Aufzuge, in welchem derjenige, der im Wettkampfe gesiegt hat, nach Hause geleitet wird; ὕμνος, das Loblied auf einen Sieger, Pind. P. 10, 53; μέλος Ol. 2, 52 N. 1, 7; στεφάνων τεϑμός Ol. 13, 28; τὸ ἐγκώμιον, ἐγκώμια ὥσπερ νενικηκότι Plat. Lys. 205 e; übh. = Lobgesang, Lobrede, Conv. 177 d u. öfter; ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια Prot. 326 a. Ggstz ψόγος, Legg. VIII, 829 c; ὕμνους ϑεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαϑοῖς Rep. X, 607 a; Folgde; ᾄδωμεν εἰς τὸν δεσπότην ἐγκώμιον Ar. Ath. XV, 677 b. Auch ἐγκώμιος λόγος, Eust. – Von ἔπαινος als das Umfassendere unterschieden, Hermog. progymn. 7; vgl. Arist. eth. Nic. 1, 12, 6, ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς, τὰ δὲ ἐγκώμια τῶν ἔργων, wie rhet. 1, 9.
См. также в других словарях:
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
παίνια — η και παίνιο, το (ιδίως στο ουδ. πληθ.) τα παίνια εγκώμια, έπαινοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παινώ] … Dictionary of Greek